-
1 ῥίπτω
a cast, hurlἔλπομαι μὴ χαλκοπάρᾳον ἄκονθ' ὡσείτ ἀγῶνος βαλεῖν ἔξω μακρὰ δὲ ίψαις ἀμεύσασθ ἀντίους P. 1.45
χερσὶ δ' ἄρα Κρονίων ῥίψαις δἰ ἀμφοῖν P. 3.57
ὅ τοι πτερόεις ἔρριψε Πάγασος δεσπόταν (ἀπεσείσατο καὶ κατέστρεψε Σ.) I. 7.44 δέ μιν ἐν πέλαγος ῥιφθεῖσαν εὐαγέα πέτραν φανῆναι Πα. 7B. 47. μελέων ἄπο ποικίλον [σπά]ργανον ἔρριψεν ( ἔρρειψεν Π, corr. Lobel) Πα. 2. 12. ]ριπτομεν[ fr. 111a. 2. ἔρ]ριψεν (] ρειψεν Π: corr. et supp. Lobel) Θρ. 4. 3.b utter cf. ἀπορρίπτω. ῥερῖφθαι ἔπος (παρὰ τῷ Πινδάρῳ· τὸ ῥ ἀναδιπλασιασθὲν κατὰ τὴν ποιητικὴν ἐξουσίαν Herodian 2. 789. 45L.) fr. 318.c in tmesis ἀπὸ ῥῖψον (v. ἀπορρίπτω) O. 9.36 ἀπὸ ῥίψαις (v. ἀπορρίπτω) P. 4.232 -
2 μαίνομαι
Aμᾰνοῦμαι Hdt.1.109
,μᾰνήσομαι AP11.216
(Lucill.), D.L.7.118 (neither found in [dialect] Att.): [tense] pf. with [tense] pres. sense , S.El. 879, Ar.Byz. ap. Ath.13.586f; [dialect] Dor. μέμηνα dub. in Alcm. 68; also in pass. form μεμάνημαι [ᾰ] Theoc.10.31: [tense] aor. [voice] Pass. ἐμάνην, part. μᾰνείς, inf. μᾰνῆναι, Hdt.3.30, E.Ba. 1295: also [tense] aor. [voice] Med.ἐμηνάμην CPHerm.7.18
(iii A. D.); poet. [ per.] 2sg. ἐμήναο prob. in Bion 1.61, [ per.] 3sg.μήνατο Theoc.20.34
; part.μηνάμενος AP9.35
(Antiphil.):—on the act. forms, v. infr. 11.—Hom. uses only [tense] pres. and [tense] impf.:—rage, be furious, in Il. freq. of martial rage, , cf. 6.101, Od.9.350, etc.;χεῖρες ἄαπτοι μαίνονται Il.16.245
; μαίνεται ἐγχείη ἀπὸ λοιγὸν ἀμῦναι ib.75; ; rage with anger, πατὴρ.. φρεσὶ μαίνεται οὐκ ἀγαθῇσι ib. 360; ἐνὶ φρεσὶ μ. ἦτορ ib. 413;φρεσὶ μαινομένῃσιν 24.114
;μαινομένᾳ κραδίᾳ A.Th. 781
, E.Med. 432 (both lyr.);μανείσᾳ πραπίδι Id.Ba. 999
(lyr.); ὁ μανείς the madman, S.Aj. 726;μ. καὶ παραπαίω Pl.Smp. 173e
, etc.;αἱ τῶν μεμηνότων αἰσθήσεις Aristocl.
ap. Eus.PE14.20; to be mad with wine, Od. 18.406, 21.298;μεμηνότες ὑπὸ τοῦ ποτοῦ Luc.DDeor.18.2
; of Bacchic frenzy,μαινόμενος Διώνυσος Il.6.132
; [Θυιάδες] μαινόμεναι S.Ant. 1152
(lyr.);Διονύσῳ μαίνεσθαι Paus.2.7.5
;ἐπὶ τῷ Δ. Alex.223
; ὑπὸ τοῦ θεοῦ μ. to be inspired by.., driven mad by.., Hdt.4.79, cf. μάντις; τὸ μαίνεσθαι madness, S.OC 1537; πλεῖν ἢ μαίνομαι I am beside myself with joy, Ar.Ra. 103, 751; of madness in animals, Plu.2.641c, al.; later simply, = ὀργίζομαι, μαινόμενος ὅτι.. PCair.Zen.41.11 (iii B. C.): freq. with words of manner,ὁ δὲ μαίνεται οὐκέτ' ἀνεκτῶς Il.8.355
;τάδε μαίνεται 5.185
: c. acc. cogn., l. c.;μ. μανίας Ar.Th. 793
;μ. μανίαν ἐρρωμένην Luc.Ind.22
: c. dat.,μ. γόοισι φρήν A.Th. 967
(lyr.);τόλμῃ X.Cyr.1.4.24
; πόνοις at or because of.., A.Supp. 562 (lyr.);τοῖς εὑρήμασιν E.Cyc. 465
; ἐπί τινι (sc. φιλοτιμίᾳ) Id.Ph. 535 (but ἐπί τινι, of love, Theoc.10.31);ἀμφί τινι Semon.7.33
;εἰς τὴν ποιητικήν D.S.14.109
;κατά τινος Luc.Abd. 1
;ὑφ' ἡδονῆς S.El. 1153
.2 of things, rage, riot, esp. of fire,ὡς ὅτ'.. ὀλοὸν πῦρ οὔρεσι μαίνηται Il.15.606
, cf. Tryph.230; μαινόμενος οἶνος a hot, strong wine, Pl.Lg. 773d; of feelings, ἐλπὶς μαινομένη Orac. ap. Hdt.8.77; (lyr.); (lyr.);μαινομένᾳ ξὺν ὁρμᾷ Id.Ant. 135
(lyr.);σὺν μ. δόξᾳ E.Ba. 887
(lyr.).3 ἄμπελος μαινομένη, of a vine that is never done bearing fruit, Arist. Mir. 846a38, Thphr.CP1.18.4.4 μαινόμενα ἕλκη malignant ulcers, Asclep. ap. Aët.15.14.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μαίνομαι
-
3 μελίζω
Aἐμέλισα D.H.7.72
: [tense] pf. [voice] Pass.μεμέλισμαι Opp. C.3.159
: ( μέλος A):—dismember, cutin pieces, Pherecyd. 32J., D.H.l.c., Apollod.1.9.12.2 [voice] Pass., have the limbs fully formed, Opp.l.c.------------------------------------Aμελίξομαι Mosch.3.51
: otherwise only [tense] pres. and [tense] impf.: ( μέλος B):—modulate, sing,μελίσδειν σύριγγι Theoc.20.28
:—mostly in [voice] Med., Pi. Parth.2 Fr.2.66, Pl.Com. 69.13, Theoc.1.2,7.89, APl.4.307.5 (Leon.):—[voice] Pass., Phld. Po.Herc. 994 Fr.20.II trans., celebrate in song,τινὰ ἀοιδαῖς Pi. N.11.18
;μ. πάθη A. Ag. 1176
(lyr.). -
4 Ἄδραστος
Ἄδραστος king of Argos and Sikyon, son of Talaos.1αἶνος ὃν Ἄδραστος ποτἐς Ἀμφιάρηον φθέγξατ O. 6.13
“ὁ δὲ καμὼν προτέρᾳ πάθᾳ νῦν ἀρείονος ἐνέχεται ὄρνιχος ἀγγελίᾳ Ἄδραστος ἥρως.” P. 8.51 πρὶν γενέσθαι τὰν Ἀδράστου τάν τε Καδμείων ἔριν (τουτέστι πρὶν τὰ Νέμεα τεθῆναι. Σ.) N. 8.51 ἱππίων ἀέθλων κορυφάν, ἅ τε Φοίβῳ θῆκεν Ἄδραστος ἐπ' Ἀσώπου ῥεέθροις (ἀνατίθησι γὰρ τὴν τῶν Πυθίων θέσιν ἐν Σικυῶνι Ἀδράστῳ, ποιητικὴν ἄγων ἄδειαν, Κλεισθένους αὐτὰ διαθέντος. Σ.) N. 9.9πατρὶ δ' Ἀδράστοιο Λυγκεῖ τε φρενῶν καρπὸν εὐθείᾳ συνάρμοξεν δίκᾳ N. 10.12
ἢ ὅτε καρτερᾶς Ἄδραστον ἐξ ἀλαλᾶς ἄμπεμψας ὀρφανὸν μυρίων ἑτάρων ἐς Ἄργος ἵππιον (sc. Θήβα.) I. 7.10 -
5 συννέμω
A feed or tend together, of the shepherd:—[voice] Pass., feed with, τοῖς θήλεσι, of the males, Arist.HA 572b21.2 generally, make one's partner or associate,εἰσαγαγεῖν τὴν δοκιμασίαν συννείμαντας IG 22.850.20
;Ῥώμη προσποιοῦσα ἑαυτῇ καὶ συννέμουσά τινας Plu.Rom. 16
:—[voice] Pass., to be associated, Id.2.424a; ποιητικὴν μουσικῇ -ομένην ib.744f; Vit.Eur. Fr. 39xv29; cf. συννομέομαι.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συννέμω
См. также в других словарях:
σύνθεση — Η τοποθέτηση ενός πράγματος μαζί με άλλο, η αρμονική ένωση μερών ή στοιχείων του, για να δημιουργηθεί από αυτά ένα σύνολο, η συναρμολόγηση. Στη γραμματική, σ. λέγεται η ένωση δύο λέξεων σε μία, όπως π.χ. των λ. αστραπή και βροντή = αστραπόβροντο … Dictionary of Greek
επωδός — Ο όρος στην αρχαία χορική ποίηση σήμαινε την τελευταία περίοδο της τριάδας (στροφή, αντιστροφή, ε.), την οποία οι ηθοποιοί τραγουδούσαν όρθιοι. Στην κλασική μετρική, ε. ονομάστηκε ο δεύτερος και πιο σύντομος στίχος της δίστιχης στροφής και ύστερα … Dictionary of Greek
METRAGYRTA — Graece Μητραγύρτης, Callias vocatur Aristoteli Rhetor. ad Theodect. l. 3. c. 2. Λέγω δ᾿ δ᾿ οἷον, οὐπεὶ τὰ ἐναντία εν τῷ αὐτῷ γένει, τὸ φᾶναι τὸν μὲν πτωχεύοντα ἔυχεςθαι, τὸν δ᾿ ἐυχόμενον πτωχεύειν. ἵτι ἄμφω ἀιτήσεις, τὸ εἰρημένον ἐςτὶ ποιεῖν, Ω῾ς … Hofmann J. Lexicon universale
LUCRETIUS Carus (T.) — T. LUCRETIUS Carus poeta synchronus Tullii et Terentii Varronis, etsi paulo antiquior. Scripsit libros 6. De rerum natura, in quibus Epicurum, et Empedoclem sequitur. Id opus plerique a M. Cie. emendatum volunt, quum auctor id ipsum imperfectum… … Hofmann J. Lexicon universale